- ὁμολογήσαντος
- ὁμολογέωto beaor part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδέχομαι — (AM ἐνδέχομαι Α και ιων. τ. ἐνδέκομαι) 1. απρόσ. ενδέχεται είναι δυνατόν, δεν αποκλείεται («ενδέχεται να επιστρέψει») 2. (μτχ. ενεστ.) ενδεχόμενος αυτός που σύμφωνα με τη λογική μπορεί να συμβεί, πιθανός («ενδεχόμενη ζημιά») 3. (το ουδ. μτχ.… … Dictionary of Greek